-
1 συγκλήτω
-
2 συγκλήτῳ
-
3 συγκλήτωι
συγκλήτῳ, σύγκλητοςcalled together: masc /fem /neut dat sg -
4 ξυγκλήτω
-
5 ξυγκλήτῳ
-
6 προσαναφέρω
2 report, τί τινι Aristeas 29, PGrenf.1.11 ii 8 (ii B.C.), UPZ119.47 (ii B.C.), etc.:—[voice] Pass., Aristeas 30.II refer to any one for advice,π. τῇ συγκλήτῳ περί τινος Plb.18.9.10
, cf. Phld.Lib.p.20 O., D.H.6.56;π. τῇ βουλῇ περί τινος IG14.758
, cf. 760 (both Naples, i A.D.): abs., Plb.31.11.4;π. τοῖς μάντεσι D.S.17.116
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσαναφέρω
-
7 προσηνής
A soft, gentle, Emp.130, etc.;ξενία Pi.P.10.64
;γλίσχρασμα λεῖον.. καὶ π. Hp.Acut.10
; προσανέα πίνειν drink soothing draughts, Pi. P.3.52, cf. Hp.Acut.21;αἱ κατὰ σάρκα.. -εῖς κινήσεις Epicur.Fr. 411
;τὰ -έστατα βρωτὰ καὶ ποτά D.S.17.28
; τόπος ἐνδιατρῖψαι.. -έστατος most pleasant, Id.3.69;τὰ ἀπήνεμα καὶ π. D.Chr.6.33
;π. ὁμιλίαι Plu.2.46e
;λεία καὶ π. κίνησις Ph.1.322
; π. τι λέγειν speak smooth things, Th.6.77;φίλα καὶ π. Plu.2.466d
;τὸ μειλιχῶδες καὶ π. Cerc. 18 ii 10
;τὸ π. τοῦ φθέγματος Luc.Rh.Pr.12
.2 c. dat., λύχνῳ π., i.e. suitable, fit for burning, Hdt.2.94.3 of persons, gentle, kind,οὐδ' ἀστοῖσι π. Anacr.15
;π. ἐγένετο τῇ συγκλήτῳ IG5(2).268.29
(Mantinea, i B.C.);τοῖς φίλοις οὐ π. οὐδὲ ἡδύς Plu. Nic.5
;εὔνους καὶ π. Id.2.708c
;-έστερα.. τὰς ψυχὰς τὰ θήλεα τῶν ἀρρένων Arist.Phgn. 809a31
;τῷ ἤθει -έστατος Plu.Phoc.5
;π. τὸ βλέμμα Luc.Pisc.13
; alsoπ. ὄψις Men.584
; τὸ π. αὐτοῦ the enticement of it, Epict.Ench.34: irreg. [comp] Sup.προσηνότατος IPE2.197.8
(ii A.D.).II Adv. - νῶς gently,εἰς ὕπνον κατενεχθείς D.S.2.57
; π. λοῦσαι, ἐμβρέξαι, Plu.2.55a,74d; γῆρας π. φέρειν ib.100d;διάγειν D.Chr.32.53
, cf. Plot.2.1.7: [comp] Comp.-εστέρως, ἡ γεῦσις π. ἀποδέχεται τὰ λιτὰ τῶν ἐδεσμάτων Plb.38.5.7
. (Cf. ἀπηνής.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσηνής
-
8 προστρέχω
A- δρᾰμοῦμαι D.21.224
:— run to or towards, come to one,πρὸς τοὺς νεκρούς Pl.R. 440a
; τινι Ar.Ach. 1084, Av. 759, X.An. 4.3.10, etc.: abs., run up, Id.HG3.1.18, Cyr.7.1.15, D.l.c., etc.2 in hostile sense, make a sally,πρός τι X.Cyr.5.4.47
.3 of things, happen to one, τινι D.S.13.37 codd.; προστρέχει πολλαχοῦ τὸ γίγνεται" occurs frequently, Dam.Pr. 401.II metaph., join or side with, [ τῇ συγκλήτῳ] Plb.24.10.4, etc.;πρὸς τὴν τῶν πολλῶν γνώμην Id.28.7.8
;πρὸς τὴν ἀλήθειαν Id.18.15.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προστρέχω
-
9 συγχαίρω
A- χάρηθι Anacreont.31.30
:— rejoice with, A.Ag. 793 (anap.), Ar. Pax 1317 (anap.);χαῖρε.. καί σοι ξυγχαίρομεν ἡμεῖς Id.Eq. 1333
(anap.);σ. ἐπὶ τοῖς σοῖς ἀγαθοῖς X.Hier.11.12
;σ. ἀγαθῷ γενομένῳ Pl.Epin. 988b
: c. dat. pers.,τὸν συναλγοῦντα καὶ σ. τῷ φίλῳ Arist.EN 1166a8
; οὐ σ. οὐδὲ συναλγεῖν ἑαυτοῖς ib. 1166b18: later in [voice] Med., IG14.966.5 (Rome, ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγχαίρω
-
10 ἀντιφιλονεικέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιφιλονεικέω
-
11 ἐπιτροπή
ἐπιτροπ-ή, ἡ,A reference, esp. to an arbiter in decision of a law-suit,ἠξίουν δίκης ἐπιτροπὴν σφίσι γενέσθαι ἢ ἐς πόλιν τινὰ ἢ ἰδιώτην Th.5.41
; ἡ ἐ.τούτῳ πρὸς Παρμένοντα γέγονε D.33.23
; εἰς ἐ. ἔρχεσθαι ib.14 ; ἡ ἐ. ἐγένετό μοι ib.16 ; τὴν ἐ. λῦσαι ibid.; ἀνέντες τὴν ἐ. having declined it, Th. 5.31.2 generally, power to decide,ἐ. διδόναι τινὶ περί τινος Hp. Decent.17
, cf. Schwyzer 195.10 (Crete (from Delos), ii B.C.);διδόναι τῇ συγκλήτῳ τὴν ἐ. Plb.18.39.5
; διδόναι ἑαυτοὺς εἰς ἐ., or τὴν ἐ. διδόναι περὶ σφῶν αὐτῶν, Lat. dedere se in fidem, to surrender absolutely, Id.2.11.8,15.8.14, etc.; ἐ. λαβεῖν εἰς τὸ διαλῦσαι to receive full powers to treat, Id.3.15.7, cf. D.H.2.45, D.S.17.47 ;μετ' ἐξουσίας καὶ ἐ. Act.Ap.26.12
.II guardianship, Pl.Lg. 924b, etc.; ἐπιτροπῆς κατάστασις, διαδικασία, Arist.Ath.56.6 ;ἀποχὴ τῆς ἐ. POxy.898.24
(ii A.D.); ἐπιτροπῆς δικάζεσθαι, of an action brought by a ward against a guardian, Lys.Fr.27 ;καταγιγνώσκειν τὴν ἐ. D.29.58
;ἐπιτροπῆς κρίνειν τινά Plu.2.844c
.2 office of a Roman procurator,ἡ τοῦ ἰδίου λόγου ἐ. BGU16.8
(ii A.D.): generally, stewardship, PLond.2.454.10 (iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτροπή
-
12 ἱερός
ἱερός, ά, όν(Hom.+)① pert. to being of transcendent purity, holy, adj. (Jos., Ant. 16, 27; 28; Just., A I, 1, 1 ἱερᾷ … συγκλήτῳ; D. 52, 3 τῶν ἱερῶν σκευῶν ἀρθέντων) [τὰ] ἱερὰ γράμματα (γράμμα 2c) 2 Ti 3:15. Also ἱεραὶ βίβλοι (βίβλος 1) 1 Cl 43:1. ἱ. γραφαί (γραφή 2bα) 45:2; 53:1. (On ‘sacred’ writings s. New Docs 3, 64.) ἱ. κήρυγμα short ending of Mk; of God ἱ. χεῖρες holy hands, that touch nothing profane 1 Cl 33:4; τῶν ἱ. ἀποστόλων Papias (2:2). αὕτη ἡ πολυτέλεια καλὴ καὶ ἱερᾶ Hs 1:10 v.l. (s. ἱλαρός).② belonging to the temple and its service, holy thing, subst. τὰ ἱερά (Demosth. 57, 3 τῶν ἱερῶν καὶ κοινῶν μετέχειν; Philo, Spec. Leg. 3, 40; Jos., Ant. 14, 214) τὰ ἱερὰ ἐργάζεσθαι perform the holy services in the temple (cp. Ael. Aristid. 51, 66 K.=27 p. 550 D.: ἱερὰ ποιεῖν) 1 Cor 9:13a.—Ἱερᾷ πόλει s. Ἱεράπολις.—B. 1475. LfgrE s.v. (lit. col. 1139). M-M. Schmidt, Syn. IV 321–45. DELG. TW. Sv.
См. также в других словарях:
συγκλήτῳ — σύγκλητος called together masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυγκλήτῳ — συγκλήτῳ , σύγκλητος called together masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκλήτωι — συγκλήτῳ , σύγκλητος called together masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Cursus publicus — The cursus publicus (Greek: δημόσιος δρόμος, public road/course ) was the state run courier and transportation service of the Roman Empire, later inherited by the Byzantine Empire. It was created by Emperor Augustus to transport messages,… … Wikipedia
επιτροπή — Ομάδα προσώπων συγκροτημένη σε σώμα, στο οποίο έχει ανατεθεί η εκτέλεση μιας ειδικής λειτουργίας. Το σώμα αυτό συνήθως προέρχεται ή εξαρτάται από κάποιο άλλο, μεγαλύτερο και λειτουργεί για την εκπλήρωση των σκοπών του. Η ε. έχει τα στοιχεία της… … Dictionary of Greek
καθιστώ — (AM καθίστημι, Α και καθιστάνω και καθιστῶ, άω) 1. ορίζω, διορίζω, τοποθετώ (α. «μέ κατέστησε υπεύθυνο για όσα συμβούν» β. «τόν κατέστησε κληρονόμο του» γ. «κατέστησε τύραννον εἶναι παῑδα τὸν ἑωυτοῡ», Ηρόδ.) 2. κάνω κάποιον να γίνει κάτι, να… … Dictionary of Greek
μεγαληγορώ — (Α μεγαληγορῶ, έω) [μεγαλήγορος] λέγω μεγάλα λόγια, κομπάζω, καυχιέμαι νεοελλ. μεταχειρίζομαι στον λόγο μου στομφώδες ύφος αρχ. επαινώ, εγκωμιάζω («ἐπέστειλε τῇ τε συγκλήτῳ καὶ τῷ δήμῳ, τάς τε πράξεις μεγαληγορῶν», Ηρωδιαν.) … Dictionary of Greek
υπόχρεος — η, ο / ὑπόχρεος, ον, ΝΑ, και υπόχρεως Ν, και ὑπόχρεως, ων, Α νεοελλ. 1. αυτός που έχει υποχρέωση να κάνει κάτι 2. αυτός που οφείλει ευγνωμοσύνη σε κάποιον, υποχρεωμένος («σού είμαι υπόχρεος για την εξυπηρέτηση που μού έκανες») 3. (νομ.) αυτός που … Dictionary of Greek